- πάροιστρος
- πάροιστροςfrenziedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάροιστρος — ον, Α ο ελαφρά παράφορος, σφοδρός (α. «πάροιστρος ἐπιθυμία», Σιμπλίκ. β. «πάροιστρος φαντασία», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. παροιστρῶ] … Dictionary of Greek
παροίστρου — πάροιστρος frenzied masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίστρους — πάροιστρος frenzied masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροιστρα — πάροιστρος frenzied neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… … Dictionary of Greek